- ληκινδα
- ληκίνδαadv. прищелкивая
λ. παίζειν Luc. — отбивать такт
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λ. παίζειν Luc. — отбивать такт
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ληκίνδα — (Α) φρ. «ληκίνδα παίζειν» παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῡτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτ ίνδα). Ο… … Dictionary of Greek